καταπληξία


καταπληξία
Προφορά

Ετυμολογία
καταπληξία καταπλήσσω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καταπληξία

(ιατρ.) αναστολή των αντανακλαστικών κινήσεων του νευρικού συστήματος. Διεθνής όρος: σοκ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.