καταπλημμυρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
καταπλημμυρίζω κατά + πλημμυρίζω
Ερμηνεία
καταπλημμυρίζω
✦ κ. καταπλημμυρώ ρ. (καταπλημμύρισα) γεμίζω με νερά σε όλη την έκταση
✦ (μτφ. ) γεμίζω κάτι με οτιδήποτε
✦ (αμτβ.) καλύπτομαι με νερά: καταπλημμύρισαν ολόκληρες περιοχές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–