καταπλέω
Προφορά
Ετυμολογία
καταπλέω αρχαία ελληνική καταπλέω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καταπλέω
✦ πλέοντας φτάνω σε λιμάνι
✦ φρ. καταπλέω τον ποταμό, πλέω προς τις εκβολές του ποταμού, κατά το ρεύμα του ποταμού
Συνώνυμα
εισπλέω
Αντίθετα
αποπλέω, εκπλέω ,αναπλέω
Επιρρήματα
–