καταπιστευματοδόχος


καταπιστευματοδόχος
Προφορά

Ετυμολογία
καταπιστευματοδόχος καταπίστευμα + δέχομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η καταπιστευματοδόχος

✦ το πρόσωπο στο οποίο υποχρεούται από τον διαθέτη ο κληρονόμος να παραδώσει την κληρονομιά ή ποσοστό αυτής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.