καταπιεστής


καταπιεστής
Προφορά

Ετυμολογία
καταπιεστής καταπιέζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καταπιεστής

✦ θηλ. καταπιέστρια τύραννος, πρόσωπο που ασκεί καταπίεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.