καταπίστευση
Προφορά
Ετυμολογία
καταπίστευση μεταγενέστερη ελληνική καταπιστεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καταπίστευση
✦ αληθής δήλωση βουλήσεως με την οποία κάποιος μεταβιβάζει σε άλλον περιουσιακό στοιχείο με σκοπό τη διασφάλιση απαιτήσεώς του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–