καταπίνω


καταπίνω
Προφορά

Ετυμολογία
καταπίνω αρχαία ελληνική κατα-πίνω

Ερμηνεία
ρήμα καταπίνω

✦ κατεβάζω από τον φάρυγγα, στο στομάχι
(μτφ. ) πιστεύω κάτι από αφέλεια
✦ ανέχομαι καταστάσεις, εκδηλώσεις εις βάρος μου: δεν είναι από κείνους που καταπίνουν προσβολές
✦ φρ. κατάπιε τη γλώσσα του, αποστομώθηκε
✦ (παθ. μτφ.) εξαφανίζομαι, χάνομαι σε χάσμα
✦ κ. ενεργητ. μτφ.: τον κατάπιε η θάλασσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.