καταπέφτω


καταπέφτω
Προφορά

Ετυμολογία
καταπέφτω αρχαία ελληνική κατα-πίπτω

Ερμηνεία
ρήμα καταπέφτω

✦ καταρρέω, γκρεμίζομαι
(μτφ. ) εξαντλούμαι, χάνω τις δυνάμεις μου: ύστερ’ από την αρρώστια του είναι πολύ καταπεσμένος
✦ λιγοστεύω, κοπάζω: το απομεσήμερο, κατέπεσε ο αέρας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.