καταπέτασμα


καταπέτασμα
Προφορά

Ετυμολογία
καταπέτασμα μεταγενέστερη ελληνική καταπέτασμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καταπέτασμα

✦ παραπέτασμα
✦ φρ. έφαγε το καταπέτασμα, έφαγε πολύ («μέχρι σκασμού»)· (κ. μτφ.) καταχράστηκε μεγάλα ποσά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.