καταπέλτης


καταπέλτης
Προφορά

Ετυμολογία
καταπέλτης αρχαία ελληνική καταπέλτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καταπέλτης

✦ αρχαία πολεμικÞ μηχανÞ που εξακόντιζε βέλη, πέτρες ή εύφλεκτες ύλες
✦ μηχάνημα των αεροπλανοφόρων πλοίων για την ταχύτερη απονήωση των αεροπλάνων
(μτφ. ) λόγος που συντρίβει τον αντίπαλο
✦ (ναυτ.) είδος μηχανοκίνητης πόρτας που φράζει το άνοιγμα οχηματαγωγού πλοίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.