κατακόρυφος


κατακόρυφος
Προφορά

Ετυμολογία
κατακόρυφος κατά + κορυφή

Ερμηνεία
επίθετο┘ κατακόρυφος -η, -ο

✦ που έχει διεύθυνση προς το κέντρο της γης
✦ η κατακόρυφος ως ουσ., η νοητή γραμμή η κάθετη προς τον ορίζοντα
✦ το κατακόρυφο(ν) ως ουσ., το ζενίθ
(μτφ. ) στο ανώτατο σημείο: η απαισιοδοξία του έφτανε στο κατακόρυφο (Γ. Θεοτοκάς) έφθασε στο κατακόρυφο της δόξας – της απρέπειας κτλ.

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
κατακόρυφα (Κ κατακορύφως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.