κατακόμβη
Προφορά
Ετυμολογία
κατακόμβη └ιταλ┘catacomba
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κατακόμβη
✦ τύπος υπόγειου νεκροταφείου των πρώτων χριστιανών που χρησίμευε και ως τόπος λατρείας και συγκεντρώσεων
✦ (μτφ. ) σκοτεινός, υπόγειος χώρος, απόκρυφος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–