κατακόβω


κατακόβω
Προφορά

Ετυμολογία
κατακόβω αρχαία ελληνική κατα-κόπτω

Ερμηνεία
ρήμα κατακόβω

✦ κόβω σε μεγάλο βάθος και έκταση ή σε μικρά κομμάτια
✦ κατασφάζω, διαμελίζω
✦ κατακόβομαι, (μτφ. ) κουράζομαι πολύ, εξαντλούμαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.