κατακυριεύω


κατακυριεύω
Προφορά

Ετυμολογία
κατακυριεύω αρχαία ελληνική κατα-κυριεύω

Ερμηνεία
ρήμα κατακυριεύω

✦ εξουσιάζω κάποιον ή κάτι: το πάθος είχε κατακυριεύσει την ψυχή του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.