κατακτώ


κατακτώ
Προφορά

Ετυμολογία
κατακτώ αρχαία ελληνική κατακτῶμαι

Ερμηνεία
κατακτώ

✦ καταλαμβάνω, κυριεύω με πόλεμο
✦ πετυχαίνω κάτι έπειτα από προσπάθειες
✦ (ειδ.) έχω ερωτική επιτυχία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.