κατακραυγή


κατακραυγή
Προφορά

Ετυμολογία
κατακραυγή μεταγενέστερη ελληνική κατακραυγή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κατακραυγή

✦ έντονη αγανάκτηση που εκφράζεται δημόσια: η απόφαση προκάλεσε τη γενική κατακραυγή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.