κατακρήμνιση


κατακρήμνιση
Προφορά

Ετυμολογία
κατακρήμνιση κατακρημνίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κατακρήμνιση

✦ γκρέμισμα, κατάρριψη
✦ (χημ.) αποχωρισμός από διάλυμα με τη μορφή ιζήματος
✦ (μετεωρ.) ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις, οι βροχοπτώσεις, χιονοπτώσεις κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.