κατακλυσμιαίος


κατακλυσμιαίος
Προφορά

Ετυμολογία
κατακλυσμιαίος κατακλυσμός

Ερμηνεία
κατακλυσμιαίος

✦ -αία, -αίο επίθ. (Κ -αία, -αίον) ο του κατακλυσμού
✦ που έχει τη μορφή κατακλυσμού: κατακλυσμιαία βροχή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.