κατακλείδα


κατακλείδα
Προφορά

Ετυμολογία
κατακλείδα αρχαία ελληνική κατακλείς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κατακλείδα

✦ το τελευταίο μέρος λόγου, διηγήσεως, επιστολής, φράση ως επίλογος
✦ φρ. εν κατακλείδι, τελειώνοντας, σε θέση επιλόγου: δεν θα σας κουράσω περισσότερο· εν κατακλείδι, θα προσθέσω μόνο πως είναι άμεση η ανάγκη για κοινωνική συναίνεση
✦ στερεότυπη φράση στο τέλος παραμυθιών, μύθων, διηγήσεων κτλ.: και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα
✦ όργανο με το οποίο εμποδίζεται η κίνηση τροχού κατά την ανάστροφη διεύθυνση, καστανιόλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.