καταθλιπτικός


καταθλιπτικός
Προφορά

Ετυμολογία
καταθλιπτικός καταθλίβω

Ερμηνεία
επίθετο┘ καταθλιπτικός -ή, -ό

✦ δυσβάστακτος, καταπιεστικός: καταθλιπτική φορολόγηση των Ελλήνων (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
✦ που προκαλεί κατάθλιψη: ατμόσφαιρα καταθλιπτική
✦ που πάσχει από κατάθλιψη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
καταθλιπτικά (Κ -ώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.