καταθέτω
Προφορά
Ετυμολογία
καταθέτω αρχαία ελληνική κατατίθημι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καταθέτω
✦ αποθέτω
✦ παραδίδω χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό
✦ δίνω μαρτυρία στο δικαστήριο ή σε ανακριτικά όργανα
✦ καταθέτω τα όπλα, συνθηκολογώ, αρνιέμαι να συνεχίσω τις προσπάθειές μου
✦ καταθέτω την εντολή, εγκαταλείπω, παραιτούμαι από αναληφθείσα εντολή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–