καταθέτρια


καταθέτρια
Προφορά

Ετυμολογία
καταθέτρια καταθέτω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καταθέτρια

✦ θηλ. καταθέτρια (Κ -τις, -ιδος) πρόσωπο που καταθέτει χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.