καταδρομή


καταδρομή
Προφορά

Ετυμολογία
καταδρομή αρχαία ελληνική καταδρομή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καταδρομή

✦ καταδίωξη, επιδρομή
✦ αιφνιδιαστική πολεμική ενέργεια
(μτφ. ) δυσμένεια, κατατρεγμός

Συνώνυμα
καταφορά
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.