καταδρομέας


καταδρομέας
Προφορά

Ετυμολογία
καταδρομέας κατέδραμον, αναλογικά προς τα επέδραμον – επιδρομεύς• ο στρατιωτ. όρος μετάφραση του └αγγλ┘όρου commando

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καταδρομέας

✦ αυτός που καταδιώκει· ειδ. ως στρατ. όρος, μέλος ομάδας στρατιωτών που έχουν εκπαιδευτεί να ενεργούν αιφνιδιαστικές επιδρομές σε εχθρική περιοχή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.