καταδιωκτικός
Προφορά
Ετυμολογία
καταδιωκτικός μεταγενέστερη ελληνική καταδιωκτικός
Ερμηνεία
καταδιωκτικός
✦ κ. καταδιωχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτική, -όν) ο σχετικός με την καταδίωξη
✦ που ενεργεί καταδίωξη: καταδιωκτικό αεροπλάνο – καταδιωκτικές αρχές (οι αστυνομικές αρχές οι επιφορτισμένες με τη σύλληψη κακοποιών)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–