καταδίωξη


καταδίωξη
Προφορά

Ετυμολογία
καταδίωξη καταδιώκω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καταδίωξη

✦ η κατά πόδας παρακολούθηση, η δίωξη με σκοπό τη σύλληψη ή την εξόντωση
✦ προσπάθεια για βλάβη προσώπου
✦ (νομ.) ποινική δίωξη |(ιατρ.) μανία καταδιώξεως, μορφή ψυχοπάθειας που εκδηλώνεται με την έμμονη ιδέα του αρρώστου ότι όλοι τον κατατρέχουν

Συνώνυμα
κατατρεγμός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.