κατάσταση


κατάσταση
Προφορά

Ετυμολογία
κατάσταση αρχαία ελληνική κατάστασις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κατάσταση

✦ ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει κάτι σε δεδομένο τόπο και χρόνο
✦ οι φυσικές, οικονομικές ή κοινωνικές συνθήκες υπάρξεως: βρίσκεται στο νοσοκομείο, σε ελεεινή κατάσταση – χαώδης η κατάσταση στην Περσία
✦ η περιουσία: έκανε κατάσταση στην Αμερική
✦ ο πίνακας με στοιχεία, ονόματα, αριθμούς κτλ.: κατάσταση απασχολουμένων – δαπανών
✦ (φυσ.) η βασική μορφή των σωμάτων: στερεή – υγρή – αέρια κατάσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.