κατάσβεση
Προφορά
Ετυμολογία
κατάσβεση μεταγενέστερη ελληνική κατάσβεσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κατάσβεση
✦ σβήσιμο: ύστερα από πολύωρες προσπάθειες επιτεύχθηκε η κατάσβεση της φωτιάς
✦ (μτφ. ) κατάπαυση, κατάπνιξη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–