κατάρρους


κατάρρους
Προφορά

Ετυμολογία
κατάρρους αρχαία ελληνική κατάρρους

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κατάρρους

✦ παθολογική αύξηση της εκκρίσεως ενός βλεννογόνου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.