κατάρρευση
Προφορά
Ετυμολογία
κατάρρευση μεταγενέστερη ελληνική κατάρρευσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κατάρρευση
✦ γκρέμισμα, σώριασμα: κατάρρευση της στέγης – του κτιρίου
✦ (μτφ. ) σωματική ή ηθική εξάντληση: η κατάρρευση των γονιών του τον ανησυχούσε πολύ
✦ (μτφ. ) παρακμή, διάλυση: η κατάρρευση των κομουνιστικών καθεστώτων
✦ (μτφ. ) αναίρεση, ανατροπή: κατάρρευση του κατηγορητηρίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–