κατάκοιτος


κατάκοιτος
Προφορά

Ετυμολογία
κατάκοιτος μεταγενέστερη ελληνική κατάκοιτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ κατάκοιτος -η, -ο

✦ κρεβατωμένος από αρρώστια ή γεράματα: κατάκοιτους από λαβωματιές που ‘χανε παρμένες στους πολέμους (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.