καστορέλαιο


καστορέλαιο
Προφορά

Ετυμολογία
καστορέλαιο μετάφραση του └αγγλ┘όρου castor oil

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καστορέλαιο

✦ λεπτή κίτρινη ελαιώδης ουσία που παράγεται από τους σπόρους τροπικού φυτού και χρησιμοποιείται ως καθαρτικό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.