κάστρο
Προφορά
Ετυμολογία
κάστρο μεσαιωνική ελληνική κάστρον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κάστρο
✦ φρούριο: κάστρο θεμελιωμένο, κάστρο ξακουστό (δημ. τραγ.)
✦ τείχος που περιβάλλει πόλη
✦ περιτειχισμένη, οχυρωμένη πόλη
✦ (μτφ. ) ακλόνητος, σταθερός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–