καρστική περιοχή
Προφορά
Ετυμολογία
καρστική περιοχή └γερμ┘ Karst, όν. γεωγρ. περιοχής της Σλοβενίας, βόρεια της Τεργέστης
Ερμηνεία
καρστική περιοχή
✦ άκλ. ουσ. ή καρστική περιοχή ασβεστολιθική περιοχή όπου επικρατεί η χημική διάβρωση στους ασβεστόλιθους και, κατ’ επέκτ., στα άλλα διαλυτά πετρώματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–