καρπωτής


καρπωτής
Προφορά

Ετυμολογία
καρπωτής αρχαία ελληνική καρποῦμαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καρπωτής

✦ θηλ. καρπώτρια που καρπώνεται κάτι, που συγκομίζει καρπούς ή αποκομίζει οφέλη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.