καρποφόρος


καρποφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
καρποφόρος αρχαία ελληνική καρποφόρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ καρποφόρος -α, -ο

✦ που παράγει καρπούς
✦ εύφορος
(μτφ. ) επικερδής ή αποτελεσματικός

Συνώνυμα

Αντίθετα
άκαρπος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.