καρπολόγος


καρπολόγος
Προφορά

Ετυμολογία
καρπολόγος μεταγενέστερη ελληνική καρπολόγος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καρπολόγος

✦ που μαζεύει καρπούς
✦ γεωργικό εργαλείο για τη συλλογή των καρπών που βρίσκονται στα ψηλότερα κλαδιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.