καρπολογώ


καρπολογώ
Προφορά

Ετυμολογία
καρπολογώ μεταγενέστερη ελληνική καρπολογέω-ῶ

Ερμηνεία
καρπολογώ

✦ -είς, -εί κ. -άς, -ά ρ. μαζεύω καρπούς: καρπολογά συκιές, μηλιές, ροδιές (Π. Πρεβελάκης)
✦ (ειδ.) μαζεύω τους καρπούς που απόμειναν μετά τον τρύγο ή το θερισμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.