καρπιαίος


καρπιαίος
Προφορά

Ετυμολογία
καρπιαίος καρπός

Ερμηνεία
επίθετο┘ καρπιαίος -α, -ο

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καρπό του χεριού: καρπιαίος σωλήνας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.