καρδιογράφος


καρδιογράφος
Προφορά

Ετυμολογία
καρδιογράφος └αγγλ┘cardiograph

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καρδιογράφος

✦ όργανο με το οποίο καταγράφονται οι συστολές της καρδιάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.