καρδιογνώστης
Προφορά
Ετυμολογία
καρδιογνώστης μεταγενέστερη ελληνική καρδιογνώστης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καρδιογνώστης
✦ θηλ. καρδιογνώστρ(ι)α (Κ -στις, -ιδος) αυτός που γνωρίζει τα απόκρυφα της καρδιάς, που ξέρει να διαβάζει τις σκέψεις των άλλων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–