καρδιακός
Προφορά
Ετυμολογία
καρδιακός μεταγενέστερη ελληνική καρδιακός
Ερμηνεία
καρδιακός
✦ -ή κ. -ιά, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) ο της καρδιάς: καρδιακή συστολή – καρδιακό νόσημα
✦ εγκάρδιος, γκαρδιακός
✦ ο άρρωστος από πάθηση της καρδιάς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–