καργάρω
Προφορά
Ετυμολογία
καργάρω └βενετ┘ cargar
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καργάρω
✦ γεμίζω ως απάνω, παραφορτώνω: στρώνουν χάμω τις κουβέρτες, καργάρουνε το τζάκι και τον παίρνουνε όλοι (Γ. Μπεράτης) – καργάρισαν τα ποτήρια τους κρασί
✦ τεντώνω ή σφίγγω δυνατά: με το πανί καργαρισμένο από τον άνεμο (Π. Πρεβελάκης)
✦ (αμτβ.) παραφορτώνομαι ή τεντώνομαι πολύ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–