καρβουνιάρικος


καρβουνιάρικος
Προφορά

Ετυμολογία
καρβουνιάρικος κάρβουνο

Ερμηνεία
επίθετο┘ καρβουνιάρικος -η, -ο

✦ ο σχετικός με τον καρβουνιάρη ή τα κάρβουνα
✦ το ουδ. το καρβουνιάρικο ως ουσ., το μαγαζί του καρβουνιάρη, ανθρακοπωλείο
✦ ιστιοφόρο ή φορτηγό ατμόπλοιο για τη μεταφορά ανθράκων ή γαιανθράκων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.