καρβέλι


καρβέλι
Προφορά

Ετυμολογία
καρβέλι μεσαιωνική ελληνική γαρβέλιν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καρβέλι

✦ ψωμί σε σχήμα κυκλικό
✦ (συνεκδ.) τα απολύτως απαραίτητα για τη συντήρηση: μόλις που βγάζει το καρβέλι του ο φουκαράς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.