καραφλιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
καραφλιάζω καράφλα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καραφλιάζω
✦ αποκτώ φαλάκρα
✦ (μτφ. ) εκπλήσσω κάποιον· (κ. αμτβ.) εκπλήσσομαι: όταν το άκουσα, καράφλιασα – τον καράφλιασα μ’ αυτό που του είπα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–