καραφάκι


καραφάκι
Προφορά

Ετυμολογία
καραφάκι υποκοριστικό του ουσιαστικού καράφα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καραφάκι

✦ πολύ μικρό γυάλινο δοχείο, ιδ. για ούζο: είχαμε βρει κι ένα πολύ καλό καραφάκι ούζο (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.