κανελόνια


κανελόνια
Προφορά

Ετυμολογία
κανελόνια └ιταλ┘cannelloni, πληθ. του cannellone (μεγάλο καλάμι• σωλήνας)

Ερμηνεία
κανελόνια

✦ ουσ. χοντρά κυλινδρικά ζυμαρικά που γεμίζονται με κιμά και καρυκεύματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.