καναρινής


καναρινής
Προφορά

Ετυμολογία
καναρινής καναρίνι

Ερμηνεία
επίθετο┘ καναρινής -ιά, -ί

✦ αυτός που έχει χρώμα σαν το καναρίνι, κίτρινο
✦ ουδ. το καναρινί ως ουσ., χρώμα σαν του καναρινιού, κίτρινο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.