καναλιζάρω


καναλιζάρω
Προφορά

Ετυμολογία
καναλιζάρω └γαλλ┘ canaliser

Ερμηνεία
ρήμα καναλιζάρω

✦ κατευθύνω κάτι ή κάποιον σε συγκεκριμένο σκοπό, διοχετεύω: εκμεταλλευόμενοι την αγανάκτηση του εκλογικού σώματος προς τα κόμματα… προσπαθούν να το καναλιζάρουν προς κάποιον τάχα ανεξάρτητο και αδέσμευτο (Κλικ)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.